ἀθετήσεις

ἀθετήσεις
ἀθέτησις
a setting aside
fem nom/voc pl (attic epic)
ἀθέτησις
a setting aside
fem nom/acc pl (attic)
ἀθετέω
set at naught
aor subj act 2nd sg (epic)
ἀθετέω
set at naught
fut ind act 2nd sg
ἀ̱θετήσεις , ἀθετέω
set at naught
futperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… …   Dictionary of Greek

  • ρωσοτουρκικοί πόλεμοι — Δυο πόλεμοι μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας. α. 1828 1829. Από ολόκληρη τη σειρά των πολέμων που έχουν γίνει ανάμεσα στη Ρωσία και στην Τουρκία, ο πιο σημαντικός από ελληνικής πλευράς είναι εκείνος του 1828 1829, γιατί αποτέλεσμα του ήταν η συνθήκη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”